Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀπορηϑέν

См. также в других словарях:

  • ἀπορηθέν — ἀπορέω aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… …   Dictionary of Greek

  • αποτρώγω — κ. τρώω (AM ἀποτρώγω) αποτελειώνω το φαγητό μου αρχ. 1. κόβω με τα δόντια, ροκανίζω 2. τρώγω αργά 3. κατατρώγω, σπαταλώ 4. διανοίγω 5. φρ. «ἀποτρώγω τὸ ἀπορηθέν» εξετάζω επιπόλαια την απορία χωρίς να εμβαθύνω στην ουσία της υπόθεσης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»