-
1 ἀ-πορέω
ἀ-πορέω, ein ἄπορος, d. i. ohne Mittel u. Wege sein, a) Mangel leiden, Ggstz πλουτέω Plat. Conv. 203 e; gew. τινός, z. B. τοῦ ἀπορεῖς; Soph. Phil. 886; τροφῆς Thuc. 8, 81; παραδειγμάτων Plat. Rep. VIII, 557 d; συμμάχων Xen. Cyr. 4, 2, 39; ἀργυρίου Lys. 19, 21; ἐπιτηδείων Pol. 3, 79. – b) in Verlegenheitsein, sich nicht zu helfen wissen, absol., Her. 1, 191. 6, 134; Thuc. 2, 102 u. Folgde; auch med., Her. 2, 121, 3; Xen. An. 3, 5, 8; Plat. Soph. 264 c u. sonst; ἀπορούμενος mit δυςχρηστούμενος verbunden, oft Pol., z. B. 20, 5. Mit folgenden Fragewörtern: nicht wissen, ὅ, τι λέξω Soph. O. R. 485; ποῖ τράποιτο Thuc. 1, 63; ὅ, τι χρήσαιτο αὐτοῖς Plat. Prot. 321 c; ὅπως ἀποβήσεται Her. 1, 75; ὅτῳ τρόπῳ διασωϑήσεται Thuc. 3, 109; ὅπως δεῖ χρῆσϑαι Xen. Cyr. 4, 3, 19; Folgde; εἰ – Plat. Prot. 326 c. Auch τί, in Beziehung auf etwas, τὴν ἔλασιν Her. 3, 4; vgl. 4, 179; ταῠτα Thuc. 5, 40; ἃ αὐτὸς ἀπορῶ Plat. Prot. 348 c; vgl. Crat. 409 c. Auch τῷ πράγματι, bei einer Sache, od. über die Lage, Xen. An. 1, 5, 13, vgl. 3, 8; Plut.; – περί τινος Plat. Gorg. 462 b u. öfter. Bei Plat. Alc. II, 142 d sequ. μή. – Auch c. inf., κρῖναι Ar. Vesp. 590; Dem. 21, 207; vgl. Xen. Oec. 8, 10; Plut. Them. 10. – Pass., οὐδὲν ἀπορεῖται τῶν δεομένων γίγνεσϑαι, man ist über das, was geschehen soll, nicht verlegen, Xen. Lac. 13, 7, wie ἀπορηϑεὶς περὶ τούτων Dem. 27, 53; aber τὸ ἀπορούμενον pass. Plat. Soph. 243 b; ἀπορηϑέν Legg. VII, 799 c. – Von Arist. an oft = eine Frage aufwerfen, bes. ἀπορεῖται, quaeritur; vgl. Pol. 1, 64; so pass. ἀπορούμενον, der Gegenstand der Untersuchung, Plat. Soph. 243 b; τὸ ἀπορηϑὲν περὶ αὐτῶν Legg. VII, 799 e.
См. также в других словарях:
ἀπορηθέν — ἀπορέω aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… … Dictionary of Greek
αποτρώγω — κ. τρώω (AM ἀποτρώγω) αποτελειώνω το φαγητό μου αρχ. 1. κόβω με τα δόντια, ροκανίζω 2. τρώγω αργά 3. κατατρώγω, σπαταλώ 4. διανοίγω 5. φρ. «ἀποτρώγω τὸ ἀπορηθέν» εξετάζω επιπόλαια την απορία χωρίς να εμβαθύνω στην ουσία της υπόθεσης … Dictionary of Greek