-
1 αποπροιημι
1) посылать, отправлять(τινὰ πόλινδε Hom.)
2) спускать, метать(ἰὸν ἀποπροϊείς Hom.)
3) бросать, ронять(ξίφος χαμᾶζε Hom.)
-
2 ἀποπροΐημι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπροΐημι
-
3 ἀποπροίημι
ἀπο-προ-ίημι, aor. ἀποπροέηκε: let go forth from, let fly, send away; τινὰ πόλινδε, Od. 14.26; ἶόν, Od. 22.82; ξίφος χαμᾶζε, ‘let fall,’ Od. 22.327.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποπροίημι
-
4 ἀποπροίημι
ἀπο-προ-ίημι, fortschicken, entsenden -
5 αποπροίει
ἀποπροίει, ἀποπροίημιsend away forward: pres imperat act 2nd sgἀποπροίει, ἀποπροίημιsend away forward: pres imperat act 2nd sgἀποπροί̱ει, ἀποπροίημιsend away forward: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἀποπροίει, ἀποπροίημιsend away forward: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
6 ἀποπροίει
ἀποπροίει, ἀποπροίημιsend away forward: pres imperat act 2nd sgἀποπροίει, ἀποπροίημιsend away forward: pres imperat act 2nd sgἀποπροί̱ει, ἀποπροίημιsend away forward: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἀποπροίει, ἀποπροίημιsend away forward: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
7 αποπροεηκε
-
8 δια-πρό
δια-πρό, durch und auf der andern Seite wieder hinaus oder hervor, durch und durch. Homer oft: Iliad. 4, 138. 5, 66. 281. 538. 7, 260. 12, 184. 404. 13, 388. 607. 647. 14, 494. 15, 342. 16, 309. 821. 17, 393. 518. 579. 20, 276. 21, 164 Odyss. 22, 295. 24, 524; fast in allen diesen Stellen sind Waffen das Hindurchdringende, Theile des menschlichen Leibes oder Schutzwaffen das Durchbohrte; anders Iliad. 17, 893, wo das διαπρό nicht recht deutlich ist: ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ταύροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην λαοῖσιν δώῃ τανύειν, μεϑύουσαν ἀλοιφῇ· δεξάμενοι δ' ἄρα τοί γε διαστάντες τανύουσιν κυκλόσ', ἄφαρ δέ τε ἰκμὰς ἔβη δύνει δέ τ' ἀλοιφὴ πολλῶν ἑλκόντων, τάνυται δέ τε πᾶσα διαπρό· ἃς οἵ γ' ἔνϑα καὶ ἔνϑα κτἑ.; meist ohne casus. mit genitiv. Iliad. 4, 138 διαπρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς; 5, 281 τῆς δὲ διαπρὸ αἰχμὴ χαλκείη πταμένη ϑώρηκι πελάσϑη; 14, 494 δόρυ δ' ὀφϑαλμοῖο διαπρὸ καὶ διὰ ἰνίου ἦλϑεν. In vielen oder allen Stellen könnte man auch an verba composita denken, z. B. Iliad. 15, 342 διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν an διαπροελαύνω, wenn nur neben so vielen Stellen, in denen διαπρό vom verbum äußerlich getrennt ist, eine einzige sich fände mit einem unzweifelhaften composit. von διαπρό. Vgl. διέκ. διέξειμι, διεξερέομαι, ἀποπρό, ἀποπροαιρέω, ἀποπροΐημι, ἀποπροτέμνω, περιπρό, περιπροχέω. – Theocr. 22, 201; Ap. Rh. 4, 513 u. a. Sp.
-
9 αποπροιείς
-
10 ἀποπροιείς
-
11 αποπροέηκα
-
12 ἀποπροέηκα
-
13 αποπροέηκε
-
14 ἀποπροέηκε
-
15 αποπροέηκεν
-
16 ἀποπροέηκεν
-
17 ἀποπροέηκε
ἀποπροέηκε: see ἀποπροΐημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποπροέηκε
См. также в других словарях:
αποπροΐημι — ἀποπροΐημι (Α) 1. στέλνω εμπρός 2. ρίχνω, εξακοντίζω 3. αφήνω να πέσει κάτι … Dictionary of Greek
ἀποπροίει — ἀποπροίημι send away forward pres imperat act 2nd sg ἀποπροίει , ἀποπροίημι send away forward pres imperat act 2nd sg ἀποπροί̱ει , ἀποπροίημι send away forward imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἀποπροίει , ἀποπροίημι send away forward imperf in … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
ἀποπροιείς — ἀποπροίημι send away forward pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπροέηκα — ἀποπροίημι send away forward aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπροέηκε — ἀποπροίημι send away forward aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπροέηκεν — ἀποπροίημι send away forward aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)