-
1 ἀπο-προ-θορεῖν
ἀπο-προ-θορεῖν, aor. zu ἀποπροϑρώσκω, hervor- u. wegspringen, Ap. Rh. 3, 1218 Orph. Arg. 547.
-
2 ἀποπροθορεῖν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπροθορεῖν
См. также в других словарях:
αποπροθρώσκω — ἀποπροθρῴσκω (Α) αναπηδώ από κάπου … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek