-
1 αποπνοή
-
2 ἀποπνοή
-
3 ἀποπνοή
ἀπο-πνοή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπνοή
-
4 αποπνοήν
-
5 ἀποπνοήν
См. также в других словарях:
αποπνοή — ἀποπνοή, η (Α) [αποπνέω] 1. ανάδοση οσμής, αναθυμίαση 2. αύρα που πνέει από κάποιον τόπο 3. ξεψύχισμα, θάνατος … Dictionary of Greek
ἀποπνοή — exhalation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπνοήν — ἀποπνοή exhalation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)