Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀποπλανῶ

  • 1 αποπλανώ

    ἀ̱ποπλανῶ, ἀποπλανάω
    lead astray: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres imperat mp 2nd sg
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres imperat mp 2nd sg
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > αποπλανώ

  • 2 ἀποπλανῶ

    ἀ̱ποπλανῶ, ἀποπλανάω
    lead astray: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres imperat mp 2nd sg
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres imperat mp 2nd sg
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
    ἀποπλανάω
    lead astray: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀποπλανῶ

  • 3 αποπλανώ

    seduce

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αποπλανώ

См. также в других словарях:

  • αποπλανώ — αποπλανώ, αποπλάνησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: αποπλανώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποπλανώ — (AM ἀποπλανῶ, άω, Α κ. έω) νεοελλ. 1. ξεγελώ με απατηλές υποσχέσεις, παρασύρω, ξελογιάζω γυναίκα 2. ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκου ή πνευματικά ανάπηρου προσώπου αρχ. Ι. 1. εκτρέπω από την ευθεία, απομακρύνω από το κύριο θέμα 2.… …   Dictionary of Greek

  • αποπλανώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παρασύρω, ξεπλανεύω, ξεμυαλίζω, διαφθείρω: Η κατηγορία ήταν ότι είχε αποπλανήσει ανήλικο κορίτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποπλανῶ — ἀ̱ποπλανῶ , ἀποπλανάω lead astray imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποπλανάω lead astray pres imperat mp 2nd sg ἀποπλανάω lead astray pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποπλανάω lead astray pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιαρντίζω — αποπλανώ, εξαπατώ, ξελογιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ayardim, αόρ. τού ρ. ayartmak] …   Dictionary of Greek

  • ξεπλανεύω — αποπλανώ, διαφθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπλανώ + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • αδικώ — (Α ἀδικῶ έω) 1. ενεργ. είμαι άδικος, διαπράττω αδικία σε βάρος κάποιου, τόν βλάπτω 2. παθ. υφίσταμαι αδικία ή μείωση αρχ. 1. (δικαν.) παρανομώ 2. (για παιχνίδια ή αγώνες) παίζω αντικανονικά 3. αποπλανώ, διαφθείρω 4. καταστρέφω 5. βλάπτω την υγεία …   Dictionary of Greek

  • αποπλάζω — ἀποπλάζω (Α) [πλάζω] Ι. αποπλανώ, εκτρέπω II. ( ομαι) 1. απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι μακριά από κάπου 2. (για πράγματα) εκτινάσσομαι …   Dictionary of Greek

  • ατιτάλλω — ἀτιτάλλω (Α) 1. ανατρέφω, ανασταίνω, μεγαλώνω 2. περιποιούμαι κάποιον 3. αποπλανώ, παρασύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αταλός*, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό] …   Dictionary of Greek

  • αφιονίζω — [αφιόνι] 1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι 2. μτφ. α) αποπλανώ, εξαπατώ β) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω …   Dictionary of Greek

  • διαφθείρω — (Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω) 1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά») 2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»