-
1 αποπλανήσει
ἀποπλάνησιςdigression: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀποπλανήσεϊ, ἀποπλάνησιςdigression: fem dat sg (epic)ἀποπλάνησιςdigression: fem dat sg (attic ionic)ἀποπλανάωlead astray: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱ποπλανήσει, ἀποπλανάωlead astray: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱ποπλανήσει, ἀποπλανάωlead astray: futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)ἀποπλανάωlead astray: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind act 3rd sg (attic ionic) -
2 ἀποπλανήσει
ἀποπλάνησιςdigression: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἀποπλανήσεϊ, ἀποπλάνησιςdigression: fem dat sg (epic)ἀποπλάνησιςdigression: fem dat sg (attic ionic)ἀποπλανάωlead astray: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱ποπλανήσει, ἀποπλανάωlead astray: futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἀ̱ποπλανήσει, ἀποπλανάωlead astray: futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)ἀποπλανάωlead astray: aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind mid 2nd sg (attic ionic)ἀποπλανάωlead astray: fut ind act 3rd sg (attic ionic)
См. также в других словарях:
ἀποπλανήσει — ἀποπλάνησις digression fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποπλανήσεϊ , ἀποπλάνησις digression fem dat sg (epic) ἀποπλάνησις digression fem dat sg (attic ionic) ἀποπλανάω lead astray aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ἀποπλανάω lead astray fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραστής — ὁ, Α [πειράζω] 1. αυτός που πειράζει, που δοκιμάζει κάποιον 2. αυτός που επιχειρεί να αποπλανήσει, ο αποπλανητής 3. ο διάβολος, ο σατανάς … Dictionary of Greek
Αλθαιμένης ή Αλθημένης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Κρήτης Κατρέα, εγγονός του Μίνωα και αδελφός της Απημοσύνης, της Αερόπης και της Κλυμένης. Επειδή ένας χρησμός είχε αναφέρει ότι θα γινόταν πατροκτόνος, πήγε στον βασιλιά της Ρόδου … Dictionary of Greek
Απουλήιος, Λεύκιος — (Lucius Apuleius, Μάδαυρα, Αφρική περ. 125 – Καρχηδόνα περ. 180 μ.Χ.).Λατίνος συγγραφέας. Σπούδασε πλατωνική φιλοσοφία στην Αθήνα, ταξίδεψε πολύ, ασχολήθηκε με τον αποκρυφισμό και σχολίασε τις ιδέες του Πλάτωνα στα έργα του Για τονΠλάτωνα και τα… … Dictionary of Greek
Ιδομενέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της Κρήτης και γιος του Δευκαλίωνα, γιου του Μίνωα. Σύμφωνα με τον Όμηρο, οδήγησε μαζί με τον Μηριόνη (γιο του ετεροθαλή αδελφού του, Μώλου) με στόλο 80 πλοίων τους Κρήτες εναντίον της Τροίας. Μετά τη λήξη του… … Dictionary of Greek
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Ντίρενματ, Φρίντριχ — (Friedrich Durrenmatt, 1921 – 1990). Ελβετός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία, γερμανική φιλολογία και ιστορία τέχνης στη Βέρνη και στη Ζυρίχη. Εμφανίστηκε στο θέατρο με το έργο Είναι γραμμένο (1947), αλλά η πρώτη του αληθινή επιτυχία… … Dictionary of Greek
αποπλανώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παρασύρω, ξεπλανεύω, ξεμυαλίζω, διαφθείρω: Η κατηγορία ήταν ότι είχε αποπλανήσει ανήλικο κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)