-
1 αποπετόμενοι
-
2 ἀποπετόμενοι
-
3 ἀπο-πέτομαι
ἀπο-πέτομαι, (s. πέτομαι), wegfliegen, ἀποπέτου Ar. Av. 1369; ἀποπετήσομαι Pax 1126; Sp., wie Plut. adv. St. 28 ἀποπετόμενοι; vgl. ἀφίπταμαι.
См. также в других словарях:
ἀποπετόμενοι — ἀποπέτομαι fly off pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)