-
1 αποπειράν
ἀπόπειραtrial: fem gen pl (doric aeolic)ἀποπειράομαιmake trial: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀποπειράομαιmake trial: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀποπειράομαιmake trial: pres part act masc nom sg (doric aeolic)ἀποπειρᾶ̱ν, ἀποπειράομαιmake trial: pres inf act (epic doric)ἀποπειράομαιmake trial: pres inf act (attic doric)ἀποπειράζωmake trial of: fut part act masc voc sg (doric aeolic)ἀποπειράζωmake trial of: fut part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀποπειράζωmake trial of: fut part act masc nom sg (doric aeolic)ἀποπειράζωmake trial of: fut inf act——————ἀποπειράομαιmake trial: pres inf act -
2 απόπειραν
-
3 ἀπόπειραν
-
4 ἀποπειρᾶν
Βλ. λ. αποπειράν -
5 ἀποπειρᾷν
Βλ. λ. αποπειράν
См. также в других словарях:
ἀποπειρᾶν — ἀπόπειρα trial fem gen pl (doric aeolic) ἀποπειράομαι make trial pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποπειράομαι make trial pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποπειράομαι make trial pres part act masc nom sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπειρᾷν — ἀποπειράομαι make trial pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπειραν — ἀπόπειρα trial fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ΕΑΜ — (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Ελληνική αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Οι προσπάθειες για τη δημιουργία μίας οργάνωσης του είδους άρχισαν τον Μάιο του 1941 με την πρωτοβουλία πολιτικών… … Dictionary of Greek
Τάγματα Ασφαλείας — Στρατιωτικά ελληνικά σώματα που ιδρύθηκαν στα χρόνια της Κατοχής με σκοπό τη διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων που πολεμούσαν τους κατακτητές. Τα Τ. Α., που χαρακτηρίστηκαν με το αναγκαστικό διάταγμα 179/69 από το δικτατορικό καθεστώς των… … Dictionary of Greek