-
1 αποπειραθείημεν
ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt mp 1st pl (attic)ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt mp 1st pl (doric aeolic)ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt pass 1st pl (attic)ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt pass 1st pl (doric aeolic) -
2 ἀποπειραθείημεν
ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt mp 1st pl (attic)ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt mp 1st pl (doric aeolic)ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt pass 1st pl (attic)ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαιmake trial: aor opt pass 1st pl (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀποπειραθείημεν — ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt mp 1st pl (attic) ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt mp 1st pl (doric aeolic) ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt pass 1st pl (attic) ἀποπειρᾱθείημεν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)