Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀποπειραθείημεν

  • 1 αποπειραθείημεν

    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt mp 1st pl (attic)
    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt mp 1st pl (doric aeolic)
    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt pass 1st pl (attic)
    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt pass 1st pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αποπειραθείημεν

  • 2 ἀποπειραθείημεν

    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt mp 1st pl (attic)
    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt mp 1st pl (doric aeolic)
    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt pass 1st pl (attic)
    ἀποπειρᾱθείημεν, ἀποπειράομαι
    make trial: aor opt pass 1st pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀποπειραθείημεν

См. также в других словарях:

  • ἀποπειραθείημεν — ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt mp 1st pl (attic) ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt mp 1st pl (doric aeolic) ἀποπειρᾱθείημεν , ἀποπειράομαι make trial aor opt pass 1st pl (attic) ἀποπειρᾱθείημεν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»