-
101 ἀποπεσοῦσαν
-
102 αποπεσούσι
-
103 ἀποπεσοῦσι
-
104 αποπεσούμεθα
-
105 ἀποπεσούμεθα
-
106 αποπεσούσαις
-
107 ἀποπεσούσαις
-
108 αποπεσούσης
-
109 ἀποπεσούσης
-
110 αποπεσέτω
-
111 ἀποπεσέτω
-
112 αποπεσόντας
-
113 ἀποπεσόντας
-
114 αποπεσόντες
-
115 ἀποπεσόντες
-
116 αποπεσόντι
-
117 ἀποπεσόντι
-
118 αποπεσόντος
-
119 ἀποπεσόντος
-
120 αποπεσών
См. также в других словарях:
αποπίπτω — ἀποπίπτω (Α) 1. πέφτω από κάπου, γλιστρώ 2. σταλάζω 3. αποτυγχάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
ἀποπεπτωκότα — ἀποπίπτω fall off from perf part act neut nom/voc/acc pl ἀποπίπτω fall off from perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεσουμένων — ἀποπίπτω fall off from fut part mid fem gen pl (attic epic doric) ἀποπίπτω fall off from fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεσόν — ἀποπίπτω fall off from aor part act masc voc sg ἀποπίπτω fall off from aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεσόντα — ἀποπίπτω fall off from aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποπίπτω fall off from aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεσόντων — ἀποπίπτω fall off from aor part act masc/neut gen pl ἀποπίπτω fall off from aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπέπτωκε — ἀποπίπτω fall off from perf imperat act 2nd sg ἀποπίπτω fall off from perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπέπτωκεν — ἀποπίπτω fall off from perf ind act 3rd sg ἀποπίπτω fall off from plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπῖπτον — ἀποπίπτω fall off from pres part act masc voc sg ἀποπίπτω fall off from pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέπεσον — ἀποπίπτω fall off from aor ind act 3rd pl ἀποπίπτω fall off from aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπεπτωκυῖα — ἀποπίπτω fall off from perf part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)