-
1 απονυστάξης
-
2 ἀπονυστάξῃς
См. также в других словарях:
ἀπονυστάξῃς — ἀπονυστάζω to be sleepy and sluggish aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απονυστάξης
2 ἀπονυστάξῃς
ἀπονυστάξῃς — ἀπονυστάζω to be sleepy and sluggish aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)