-
1 αποναιατο
-
2 αποναίατο
-
3 ἀποναίατο
-
4 ἀποναίατο
ἀπόναιο, ἀποναίατο: see ἀπονίνημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποναίατο
-
5 ἀπονίναμαι
Aἀπονήσομαι Hom.
: [dialect] Ep.[tense] aor. 2 without augm.ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.
; [ per.] 2sg. opt.ἀπόναιο Il.24.556
, [ per.] 3pl. , S.El. 211 (lyr.); inf.ἀπόνασθαι A.R.2.196
; part.ἀπονήμενος Od.24.30
: later [tense] aor. Iἀπωνάμην Luc.Am.52
, Procl.in Alc.p.89C.:— have the use or enjoyment of a thing,ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25
; τῶνδ' ἀπόναιο mayest thou have joy of them, ib.24.556;τιμῆς ἀπονήμενος Od.
l.c.; : without gen., ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο married her but had no joy [of it], Od.11.324; θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο ib.17.293, cf. 16.120;πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπονίναμαι
-
6 αγλαια
эп.-ион. ἀγλαΐη ἥ тж. pl.1) блеск, пышность, краса(κῦδος τε καὴ ἀ. Hom.)
ἀγλαΐης ἕνεκεν Hom. — для красы2) радость, ликование(ἀγλαΐαι τε χοροί τε Hes.; νικαφόρος ἀ. Pind.; καὴ Μοῦσαι, καὴ ἀ. Plut.)
μηδέ ποτ΄ ἀγλαΐας ἀποναίατο Soph. — чтобы им никогда не знать радости3) важность, высокомерие -
7 ἀπόναιο
A v. ἀπονίναμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόναιο
-
8 ἀπόναιο
ἀπόναιο, ἀποναίατο: see ἀπονίνημι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπόναιο
См. также в других словарях:
ἀποναίατο — ἀπονίναμαι have the use aor opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)