-
1 αποματαιζω
-
2 ἀποματαΐζω
A behave idly or unseemly, euphem. for ἀποπέρδω, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποματαΐζω
-
3 ἀποματαΐζω
ἀπο-ματαΐζω, sich unanständig aufführen; einen Wind streichen lassen -
4 αποματαίσαι
ἀποματαίσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sgἀποματαΐσαι, ἀποματαίζωbehave idly: aor inf actἀποματαΐσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sgἀποματαίσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sgἀποματαΐσαι, ἀποματαίζωbehave idly: aor inf actἀποματαΐσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sg -
5 ἀποματαίσαι
ἀποματαίσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sgἀποματαΐσαι, ἀποματαίζωbehave idly: aor inf actἀποματαΐσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sgἀποματαίσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sgἀποματαΐσαι, ἀποματαίζωbehave idly: aor inf actἀποματαΐσαῑ, ἀποματαίζωbehave idly: aor opt act 3rd sg -
6 αποπερδω
(с fut. med.) Arph. = ἀποματαΐζω См. αποματαιζω -
7 ματαΐζω
ματαΐζω, = Vorigem, VLL. Vgl. ἀποματαΐζω.
-
8 απεματάισε
-
9 ἀπεματάισε
-
10 απεματάισεν
-
11 ἀπεματάισεν
См. также в других словарях:
αποματαΐζω — ἀποματαΐζω (Α) [ματαΐζω] 1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια 2. πέρδομαι … Dictionary of Greek
ἀποματαίσαι — ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω behave idly aor inf act ἀποματαΐσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαίσαῑ , ἀποματαίζω behave idly aor opt act 3rd sg ἀποματαΐσαι , ἀποματαίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισε — ἀπεματάϊσε , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεματάισεν — ἀπεματάϊσεν , ἀποματαίζω behave idly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)