-
1 ἀπομιμνῄσκομαι
A remember, recognize: hence, repay, τῷ οἱ ἀπεμνήσαντο [χάριν] Il.24.428; ἀπεμνήσαντο χάριν εὐεργεσιάων for benefits, hes.Th.503;αὐτῷδὲ.. χάριν ἀπομνήσεσθαι ἀξίαν Th.1.137
, cf. E.Alc. 299.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομιμνῄσκομαι
-
2 ἀπομιμνήσκομαι
ἀπο - μιμνήσκομαι, aor. ἀπεμνήσαντο: remember something in return (cf. ἀποδοῦναι), Il. 24.428†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπομιμνήσκομαι
-
3 απεμνήσθην
ἀπομιμνήσκομαιaor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ἀπομιμνήσκομαιaor ind pass 1st sg -
4 ἀπεμνήσθην
ἀπομιμνήσκομαιaor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)ἀπομιμνήσκομαιaor ind pass 1st sg -
5 απομεμνήμεθα
-
6 ἀπομεμνήμεθα
-
7 απομιμνησκόμεθα
ἀπομιμνήσκομαιpres ind mp 1st plἀπομιμνήσκομαιimperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
8 ἀπομιμνησκόμεθα
ἀπομιμνήσκομαιpres ind mp 1st plἀπομιμνήσκομαιimperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
9 απομιμνήσκει
-
10 ἀπομιμνήσκει
-
11 απεμιμνήσκοντο
-
12 ἀπεμιμνήσκοντο
-
13 απεμνήσαντο
-
14 ἀπεμνήσαντο
-
15 απεμνήσθησαν
-
16 ἀπεμνήσθησαν
-
17 απομεμνήσθαι
-
18 ἀπομεμνῆσθαι
-
19 απομεμνημένος
-
20 ἀπομεμνημένος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απομιμνήσκομαι — ἀπομιμνῄσκομαι (Α) 1. ξαναθυμάμαι 2. αναγνωρίζω, ανταποδίδω … Dictionary of Greek
ἀπεμνήσθην — ἀπομιμνήσκομαι aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀπομιμνήσκομαι aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομεμνήμεθα — ἀπομιμνήσκομαι perf ind mp 1st pl ἀπομιμνήσκομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομιμνησκόμεθα — ἀπομιμνήσκομαι pres ind mp 1st pl ἀπομιμνήσκομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομιμνήσκει — ἀπομιμνήσκομαι pres ind mp 2nd sg ἀπομιμνήσκομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμιμνήσκοντο — ἀπομιμνήσκομαι imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμνήσαντο — ἀπομιμνήσκομαι aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμνήσθησαν — ἀπομιμνήσκομαι aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομεμνημένος — ἀπομιμνήσκομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομεμνημένους — ἀπομιμνήσκομαι perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομεμνῆσθαι — ἀπομιμνήσκομαι perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)