-
1 απομηνίσει
-
2 ἀπομηνίσει
-
3 ἀπομηνίω
ἀπο-μηνίω, fut. ἀπομηνίσει, aor. part. ἀπομηνίσᾶς: be wrathful apart, ‘sulk in anger,’ Il. 2.772, Il. 7.230, Il. 19.62, Od. 16.378.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπομηνίω
См. также в других словарях:
ἀπομηνίσει — ἀπομηνί̱σει , ἀπομηνίω to be very wroth aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)