-
1 απομηκύνοντες
ἀπομηκύ̱νοντες, ἀπομηκύνωprolong: pres part act masc nom /voc plἀπομηκύ̱νοντες, ἀπομηκύνωprolong: pres part act masc nom /voc pl -
2 ἀπομηκύνοντες
ἀπομηκύ̱νοντες, ἀπομηκύνωprolong: pres part act masc nom /voc plἀπομηκύ̱νοντες, ἀπομηκύνωprolong: pres part act masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
ἀπομηκύνοντες — ἀπομηκύ̱νοντες , ἀπομηκύνω prolong pres part act masc nom/voc pl ἀπομηκύ̱νοντες , ἀπομηκύνω prolong pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)