-
1 απομαστιγοω
См. также в других словарях:
ἀπομαστιγῶσαι — ἀπομαστιγόω scourge severely aor inf act ἀπομαστῑγῶσαι , ἀπομαστιγόω scourge severely aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαστίγωσε — ἀπεμαστί̱γωσε , ἀπομαστιγόω scourge severely aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεμαστίγωσεν — ἀπεμαστί̱γωσεν , ἀπομαστιγόω scourge severely aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)