-
1 απολίτευτοι
-
2 ἀπολίτευτοι
См. также в других словарях:
ἀπολίτευτοι — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απολίτευτοι
2 ἀπολίτευτοι
ἀπολίτευτοι — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)