-
1 απολιορκητος
2досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный(ὅ τῶν Στωϊκῶν σοφός Plut.)
-
2 απολιόρκητος
η, ο [ος, ον ]1) не осаждённый; 2) не могущий быть осаждённым, неприступный
См. также в других словарях:
ἀπολιόρκητος — impregnable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολιόρκητος — η, ο (AM ἀπολιόρκητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος νεοελλ. αυτός που δεν πολιορκήθηκε … Dictionary of Greek
ἀπολιόρκητον — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem acc sg ἀπολιόρκητος impregnable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιορκήτοις — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολιορκήτου — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)