Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀπολιόρκητος

См. также в других словарях:

  • ἀπολιόρκητος — impregnable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολιόρκητος — η, ο (AM ἀπολιόρκητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος νεοελλ. αυτός που δεν πολιορκήθηκε …   Dictionary of Greek

  • ἀπολιόρκητον — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem acc sg ἀπολιόρκητος impregnable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολιορκήτοις — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολιορκήτου — ἀπολιόρκητος impregnable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»