-
1 απολεπτύνοντας
-
2 ἀπολεπτύνοντας
См. также в других словарях:
ἀπολεπτύνοντας — ἀπολεπτύ̱νοντας , ἀπολεπτύνω fine down pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απολεπτύνοντας
2 ἀπολεπτύνοντας
ἀπολεπτύνοντας — ἀπολεπτύ̱νοντας , ἀπολεπτύνω fine down pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)