-
1 απολελαληκώς
-
2 ἀπολελαληκώς
См. также в других словарях:
ἀπολελαληκώς — ἀπολαλέω blurt out perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απολελαληκώς
2 ἀπολελαληκώς
ἀπολελαληκώς — ἀπολαλέω blurt out perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)