-
1 ἀπολειόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολειόω
-
2 απολειώσασα
-
3 ἀπολειώσασα
-
4 ἀπολιόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολιόω
См. также в других словарях:
ἀπολειώσασα — ἀπολειώσᾱσα , ἀπολειόω erase aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)