-
1 απολαυω
1) вкушать, наслаждаться(ποτῶν Xen.; μετρίως τινός Plat.)
ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. — хорошо поспавшие2) пользоваться, извлекать пользу(τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι ἀπό τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.)
ἀντὴ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. — из многих трудов извлечь ничтожную выгоду3) изведывать, испытывать(φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.)
ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. — стать несчастным4) заражаться(ὀφθαλμία: ἀπό τινος Plat.)
5) насмехаться(τινός Plut.)
-
2 απολαύω
(αόρ. απήλαυσα и απόλαψα) μετ.1) пользоваться; обладать (тж. здоровьем);απολαύω εξαιρετικής εκτιμήσεως — пользоваться большим уважением;
2) наслаждаться (чём-л.); находить удовольствие (в чём-л.);κάτσε να σ' απολάψουμε λίγο посиди с нами, доставь нам удовольствие; 3) получать, извлекать (пользу, выгоду, прибыль) -
3 ἀπολαύω
-
4 απελαυσα
-
5 εναπολαυω
-
6 επαπολαυω
-
7 παραπολαυω
-
8 προαπολαυω
-
9 προσαπολαυω
-
10 συναπολαυω
(fut. συναπολαύσομαι) совместно пользоваться, принимать участие, участвовать Arst., Plut.σ. πάντων Luc. — иметь долю во всем;
-
11 εύνοια
η благосклонность,, расположение; доброжелательность; благоволение (уст.);εύν της τύχης — благосклонность судьбы;
αποκτώ την εύνοια κάποιου — завоёвывать благосклонность, расположение кого-л.;
έχω την εύνοια κάποιου — пользоваться чьйм-л. расположением;
χάνω την εύνοια κάποιου — впадать в немилость к кому-л.;
απολαύω της εύνρίας τίνος — быть в фаворе у кого-л.;
δείχνω εύνοια — благоволить (к кому-л.)
См. также в других словарях:
ἀπολαύω — have enjoyment of pres subj act 1st sg ἀπολαύω have enjoyment of pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολαύω — → δες σημείωση για ρ. απολαμβάνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
απολαύω — απόλαυσα και απόλαψα 1. πετυχαίνω κάποιο καλό, καρπώνομαι, ωφελούμαι: Εργάστηκε σκληρά στη ζωή του, αλλά πολύ λίγα πράγματα απόλαψε. 2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι από κάτι: Επιτέλους μπορούσαν να απολαύσουν ησυχία και καθαριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολαύετε — ἀπολαύω have enjoyment of pres imperat act 2nd pl ἀπολαύω have enjoyment of pres ind act 2nd pl ἀπολαύω have enjoyment of imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαύῃ — ἀπολαύω have enjoyment of pres subj mp 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of pres ind mp 2nd sg ἀπολαύω have enjoyment of pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυομένων — ἀπολαύω have enjoyment of pres part mp fem gen pl ἀπολαύω have enjoyment of pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυσάντων — ἀπολαύω have enjoyment of aor part act masc/neut gen pl ἀπολαύω have enjoyment of aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυσόμεθα — ἀπολαύω have enjoyment of aor subj mid 1st pl (epic) ἀπολαύω have enjoyment of fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαυόντων — ἀπολαύω have enjoyment of pres part act masc/neut gen pl ἀπολαύω have enjoyment of pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολαῦον — ἀπολαύω have enjoyment of pres part act masc voc sg ἀπολαύω have enjoyment of pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)