Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπολαύσω

См. также в других словарях:

  • ἀπολαύσω — ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 1st sg ἀπολαύω have enjoyment of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμπίζομαι — (Μ λιμπίζομαι και λιμβίζομαι) αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • οριγνώμαι — ὀριγνώμαι, άομαι (Α) 1. εκτείνομαι, απλώνομαι 2. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ κάτι («καὶ ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι», Ισοκρ.) 3. προσπαθώ να απολαύσω κάτι («Δήμητρος εὐνῆς ὀριγνώμενος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀριγνῶμαι έχει προέλθει από έναν ενεστ.… …   Dictionary of Greek

  • επιθυμώ — και πιθυμώ και πεθυμώ και αποθυμάω επιθύμησα και πεθύμησα και απεθύμησα και αποθύμησα, μτβ. 1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω ή να πράξω κάτι, το θέλει η καρδιά μου, το τραβάει η όρεξή μου: Επιθυμεί να παντρευτεί. – Πεθύμησα μαύρο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»