-
1 απολαύσω
ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj act 1st sgἀπολαύωhave enjoyment of: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀπολαύσω
ἀπολαύωhave enjoyment of: aor subj act 1st sgἀπολαύωhave enjoyment of: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
3 ἀπο-λαύω
ἀπο-λαύω (das simplex λαύω ist nicht vorhanden; verwandt mit λαμβάνω; fut. ἀπολαύσομαι, akt. Form nur Sp., wie D. H.; Luc. D. M. 33. 3; perf. ἀπολελαυκώς Plat. Phaedr. 255 d; Plat. com. bei Schol. Ar. Av. 121; die erst bei Sp. vorkommende Form ἀπήλαυσα verwerfen die Gramm. mit Recht, dagegen ist ἀπέλαυον, ἀπέλαυσα gew., bei Isocr. 1, 9 ἀπήλαυον v. l.), 1) Antheil haben, Genuß von etwas haben (bes. vom Essen u. Trinken, τινός, com. oft), sowohl im guten als im bösen Sinne, gleichbedeutend mit χρῆσϑαι, Xen. Cyr. 4, 3, 19; vgl. τῶν σωμάτων πρόςτι Mem. 1, 2, 29. Ggstz οὐ μετέχειν 4, 5, 10; τί τινος, etwas an Einem, z. B. ἀγαϑόν τινος Ar. Nubb. 1212, u. öfter; ἀπολαύουσιν ἐλάχιστα τῶν ὑπαρχόντων, sie genießen schr wenig von ihren Gütern, Thuc. 1, 70; τοῠ βίου τι 2, 53; Plat. Rep. I, 330 d; Xen. Cyr. 5, 4, 19; so τοῦτο, ἅ u. ähnl. τινός; τὶ ἀπὸ τούτων Plat. Apol. 31 b; ἀπολαύων μηδὲν ὅ, τι ἔχει Men. Stob. Floril. 16, 7; δέδοικα μὴ ἀπολαύσω τι φλαῠρον Isocr. 8, 81; ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων εἰς τὰ οἰκεῖα Plat. Rep. X, 606 b; Vortheil aus etwas ziehen, τῆς σῆς δικαιοσύνης ἀπολαῦσαι Her. 6. 86; τῆς σιωπῆς Dem. 21, 203; absol., Ar. Av. 1358. – 2) Einen zum Besten haben, τινός Plut. de Gen. Socr. 18; Pomp. 24 Aristid. 25.
См. также в других словарях:
ἀπολαύσω — ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 1st sg ἀπολαύω have enjoyment of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμπίζομαι — (Μ λιμπίζομαι και λιμβίζομαι) αισθάνομαι ακατάσχετη επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι, ιδίως εδώδιμο, ποθώ κάτι διακαώς, λαχταρώ, λίγουρεύομαι (α. «είδα τα μήλα και τά λιμπίστηκα» β. «παρά τα χρόνια του, λιμπίζεται τα κοριτσάκια») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
οριγνώμαι — ὀριγνώμαι, άομαι (Α) 1. εκτείνομαι, απλώνομαι 2. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ κάτι («καὶ ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι», Ισοκρ.) 3. προσπαθώ να απολαύσω κάτι («Δήμητρος εὐνῆς ὀριγνώμενος», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀριγνῶμαι έχει προέλθει από έναν ενεστ.… … Dictionary of Greek
επιθυμώ — και πιθυμώ και πεθυμώ και αποθυμάω επιθύμησα και πεθύμησα και απεθύμησα και αποθύμησα, μτβ. 1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να απολαύσω ή να πράξω κάτι, το θέλει η καρδιά μου, το τραβάει η όρεξή μου: Επιθυμεί να παντρευτεί. – Πεθύμησα μαύρο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)