-
1 ἀπολέπω
Aἀπελέπην Hsch.
:—peel, skin, ἀ. μάστιγι τὸ νῶτον cj. Ruhnk. in E.Cyc. 237;ὥσπερ ᾠὸν τὸ λέμμα Ar.Av. 673
; θπίδακος ἀπολελεμμένας τὸν καυλόν with the stalk peeled, Epich. 158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολέπω
-
2 ἀπολέπω
ἀπο-λέπω, fut. inf. ἀπολεψέμεν: peel off, ‘lop off,’ οὔατα, Il. 21.455† (v. l. ἀποκοψέμεν).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπολέπω
-
3 απολελεμμένας
ἀπολελεμμένᾱς, ἀπολέπωpeel: perf part mp fem acc plἀπολελεμμένᾱς, ἀπολέπωpeel: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
4 ἀπολελεμμένας
ἀπολελεμμένᾱς, ἀπολέπωpeel: perf part mp fem acc plἀπολελεμμένᾱς, ἀπολέπωpeel: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
5 απολέψαντα
-
6 ἀπολέψαντα
-
7 απολέψεις
-
8 ἀπολέψεις
-
9 απολέψομεν
-
10 ἀπολέψομεν
-
11 απελάπη
-
12 ἀπελάπη
-
13 απολελεμμένη
-
14 ἀπολελεμμένη
-
15 απολελεμμένος
-
16 ἀπολελεμμένος
-
17 απολεψέμεν
-
18 ἀπολεψέμεν
-
19 απολέπων
-
20 ἀπολέπων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπολέψαντα — ἀπολέπω peel aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπολέπω peel aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέψεις — ἀπολέπω peel aor subj act 2nd sg (epic) ἀπολέπω peel fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέψομεν — ἀπολέπω peel aor subj act 1st pl (epic) ἀπολέπω peel fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολέπ — ἀπολέπω (Α) [λέπω] 1. ξεφλουδίζω 2. αφαιρώ το δέρμα, ξεγδέρνω 3. κόβω τελείως … Dictionary of Greek
ἀπολελεμμένη — ἀπολέπω peel perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολελεμμένος — ἀπολέπω peel perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολεψέμεν — ἀπολέπω peel fut inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέπων — ἀπολέπω peel pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολέψειν — ἀπολέπω peel fut inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολελεμμένας — ἀπολελεμμένᾱς , ἀπολέπω peel perf part mp fem acc pl ἀπολελεμμένᾱς , ἀπολέπω peel perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολοπίζω — ἀπολοπίζω (Α) απολέπω* … Dictionary of Greek