-
1 αποκαθημαι
-
2 αποκάθημαι
ἀπό, κατά-κάθημαιto be seated: pres ind mid 1st sgἀπό, κατά-κάθημαιto be seated: pres ind mid 1st sg (ionic)ἀπό-κάθημαιto be seated: perf ind mid 1st sg -
3 ἀποκάθημαι
ἀπό, κατά-κάθημαιto be seated: pres ind mid 1st sgἀπό, κατά-κάθημαιto be seated: pres ind mid 1st sg (ionic)ἀπό-κάθημαιto be seated: perf ind mid 1st sg -
4 ἀποκάθημαι
V 2-0-4-1-1=8 Lv 15,33; 20,18; Is 30,22; 64,5; Ez 22,10to sit apart, to be removed, to be indisposed (of women in menstruation)Cf. HARLÉ 1988, 150 -
5 ἀποκάθημαι
A sit apart, ἀτιμώμενοι ἀποκατέαται ([dialect] Ion. for - κάθηνται) Hdt.4.66;ἐν τῷ τεύχει Arist.HA 625a26
;ἐν τῷ γυμνασίῳ SIG 739.7
(Delph., i B.C.); ἀποκαθημένη, = αἱμορροοῦσα, LXXLe.20.18, al., cf. Ph.1.578;θεαταὶ ἀ. τῶν κινδύνων J.BJ4.6.2
.II sit idle, Ael. VH6.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκάθημαι
-
6 ἀποκάθημαι
-
7 ἧμαι
(→ἀποκαθἧμαι, ἐγκαθἧμαι, καθἧμαι, περικαθἧμαι,,) -
8 αποκατεαται
-
9 αποκατημαι
ион. = ἀποκάθημαι См. αποκαθημαι -
10 ἀπο-καθ-ίζω
ἀπο-καθ-ίζω (s. ἵζω), sich niederlassen, ἀποκαϑίσας Pol. 31, 10, in der Entfernung; um auszuruhen, ὁδοιπόρου δι' ἀσϑένειαν πολλάκις ἀποκαϑίζοντος Plut. Symp. 3, 2, 2. – Med. s. ἀποκάϑημαι.
-
11 ἀποκάτημαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκάτημαι
См. также в других словарях:
αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια … Dictionary of Greek
ἀποκάθημαι — ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg ἀπό , κατά κάθημαι to be seated pres ind mid 1st sg (ionic) ἀπό κάθημαι to be seated perf ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)