-
1 ἀποκόπτω
-
2 ἐπι-κόπτω
ἐπι-κόπτω, von oben her daraufschlagen; πέλεκυν ὀξὺν ἔχων ἐν χειρὶ παρίστατο βοῦν ἐπικόψων Od. 3, 442, der Stier wird durch einen Schlag ins Genick getödtet; – darauf prägen, von Münzen, ἐπικόψας χαρακτῆρα Arist. Oec. 2, 20; – μύλον ἀποτριβέντα, den abgeriebenen Mühlstein aufhauen, schärfen, Strab. – Von Pflanzen u. bes. Bäumen, verschneiden, behauen, kappen, Theophr.; dah. übertr., τοὺς Μήδους, sie schwächen, Arist. Pol. 3, 9; φιλόσοφος φιληδονίαν ἐπικόπτων ἀκόλαστον Plut. de vit. pud. 2, unterdrücken, u. a. Sp. – Bei D. L. 9, 18, γέγραφε καϑ' Ὁμήρου ἐπικόπτων αὐτοῦ τὰ περὶ ϑεῶν εἰρημένα, ist es = tadeln, darauf schelten. – Im med. sich schlagen, als Zeichen der Trauer, betrauern, ἔκρυψα πέπλοις κἀπεκοψάμην νεκρόν Eur. Tr. 623, was andere Erkl. auf ἀποκόπτω zurückführen, w. m. s.
См. также в других словарях:
ἀποκόπτω — cut off pres subj act 1st sg ἀποκόπτω cut off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκόπτω — 1 απέκοψα βλ. πίν. 11 2 → δες αποκόβω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκόπτω — κ. κόβω κ. κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω) 1. κόβω εντελώς, πέρα πέρα 2. απομακρύνω 3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω 4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή μσν. νεοελλ. 1. εμποδίζω 2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω 3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος 4. (για … Dictionary of Greek
ἀποκεκομμένα — ἀποκόπτω cut off perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκομμένᾱ , ἀποκόπτω cut off perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκομμένᾱ , ἀποκόπτω cut off perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκόπτετε — ἀποκόπτω cut off pres imperat act 2nd pl ἀποκόπτω cut off pres ind act 2nd pl ἀποκόπτω cut off imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκόπτῃ — ἀποκόπτω cut off pres subj mp 2nd sg ἀποκόπτω cut off pres ind mp 2nd sg ἀποκόπτω cut off pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκόψω — ἀποκόπτω cut off aor subj act 1st sg ἀποκόπτω cut off fut ind act 1st sg ἀποκόπτω cut off aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκομμένον — ἀποκόπτω cut off perf part mp masc acc sg ἀποκόπτω cut off perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεκομμένων — ἀποκόπτω cut off perf part mp fem gen pl ἀποκόπτω cut off perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπτομένων — ἀποκόπτω cut off pres part mp fem gen pl ἀποκόπτω cut off pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκοπτόμενον — ἀποκόπτω cut off pres part mp masc acc sg ἀποκόπτω cut off pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)