-
1 αποκυματιζω
См. также в других словарях:
αποκυματίζω — ἀποκυματίζω (Α) κάνω κάτι να κυματίζει, να αναβράζει … Dictionary of Greek
ἀποκυματίζει — ἀποκυματίζω make to swell with waves pres ind mp 2nd sg ἀποκυματίζω make to swell with waves pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκυματιζούσης — ἀποκυματίζω make to swell with waves pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)