-
1 αποκυβευω
-
2 ἀποκυβεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκυβεύω
-
3 ἀποκυβεύω
ἀπο-κυβεύω, (1) aufs Spiel setzen. (2) durch Würfel wählen? -
4 αποκυβεύσαι
-
5 ἀποκυβεῦσαι
См. также в других словарях:
αποκυβεύω — ἀποκυβεύω (Α) ριψοκινδυνεύω κάτι … Dictionary of Greek
ἀποκυβεῦσαι — ἀποκυβεύω run hazard aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)