-
1 αποκρούει
-
2 ἀποκρούει
См. также в других словарях:
ἀποκρούει — ἀποκρούω beat off pres ind mp 2nd sg ἀποκρούω beat off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… … Dictionary of Greek
άρκιος — (I) ἄρκιος, α, ον (Α) 1. αρκετός 2. αυτός που αποκρούει τον κίνδυνο, ο ασφαλής, ο βέβαιος 3. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 4. «ἄρκια νούσων» φάρμακα για τις αρρώστιες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα αρκώ*, άρκος* (θ. αρκ. < ΙΕ ρίζα *areq «προστατεύω,… … Dictionary of Greek
αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… … Dictionary of Greek
αλεξίκακος — Προσωνύμιο θεών, για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι απομάκρυναν κάθε κακό. Α. ήταν ο Απόλλων, ο Δίας και ο Ερμής, καθώς και ο ημίθεος ήρωας Ηρακλής. * * * ἀλεξίκακος, ον (AM) 1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά 2. αρωγός,… … Dictionary of Greek
αλεξίσφαιρος — η, ο αυτός που αποκρούει τις σφαίρες, που δεν προσβάλλεται από αυτές, ο άτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * + (< ἀλέξω) + σφαίρα] … Dictionary of Greek
αλεξητήρ — ἀλεξητήρ ( ῆρος), ο θηλ. ἀλεξήτειρα (Α) 1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει 2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με η θ. τού ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος] … Dictionary of Greek
αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) … Dictionary of Greek
αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… … Dictionary of Greek
αλεξιβέλεμνος — ἀλεξιβέλεμνος, ον (Μ) αυτός που αποκρούει τα βέλη (για χιτώνα ή θώρακα)]. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βέλεμνον «βέλος, βλήμα»] … Dictionary of Greek
αλκτήρ — ἀλκτήρ ( ῆρος), ο (Α) αυτός που αποκρούει, απομακρύνει, αποσοβεί, προστατεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. άλαλκε. ΠΑΡ. αρχ. ἀλκτήριος] … Dictionary of Greek