Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀποκλινεῖ

  • 1 αποκλινεί

    ἀποκλῐνεῖ, ἀποκλίνω
    turn off: aor subj pass 3rd sg (epic)
    ἀποκλῐνεῖ, ἀποκλίνω
    turn off: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἀποκλῐνεῖ, ἀποκλίνω
    turn off: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἀποκλινής
    on the decline: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποκλινής
    on the decline: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > αποκλινεί

  • 2 ἀποκλινεῖ

    ἀποκλῐνεῖ, ἀποκλίνω
    turn off: aor subj pass 3rd sg (epic)
    ἀποκλῐνεῖ, ἀποκλίνω
    turn off: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
    ἀποκλῐνεῖ, ἀποκλίνω
    turn off: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    ἀποκλινής
    on the decline: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποκλινής
    on the decline: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > ἀποκλινεῖ

  • 3 αποκλίνει

    ἀποκλί̱νει, ἀποκλίνω
    turn off: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀποκλί̱νει, ἀποκλίνω
    turn off: pres ind mp 2nd sg
    ἀποκλί̱νει, ἀποκλίνω
    turn off: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > αποκλίνει

  • 4 ἀποκλίνει

    ἀποκλί̱νει, ἀποκλίνω
    turn off: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀποκλί̱νει, ἀποκλίνω
    turn off: pres ind mp 2nd sg
    ἀποκλί̱νει, ἀποκλίνω
    turn off: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀποκλίνει

См. также в других словарях:

  • ἀποκλινεῖ — ἀποκλῐνεῖ , ἀποκλίνω turn off aor subj pass 3rd sg (epic) ἀποκλῐνεῖ , ἀποκλίνω turn off fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποκλῐνεῖ , ἀποκλίνω turn off fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἀποκλινής on the decline… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλίνει — ἀποκλί̱νει , ἀποκλίνω turn off aor subj act 3rd sg (epic) ἀποκλί̱νει , ἀποκλίνω turn off pres ind mp 2nd sg ἀποκλί̱νει , ἀποκλίνω turn off pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… …   Dictionary of Greek

  • ερυθροκίτρινος — η, ο 1. αυτός που το χρώμα του σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα κίτρινο 2. αυτός τού οποίου το χρώμα είναι κόκκινο που αποκλίνει προς το κίτρινο ή κίτρινο που αποκλίνει προς το κόκκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρομέλας — αινα, αν (Μ ἐρυθρομέλας, αινα, αν) 1. αυτός που σε μερικά μέρη είναι κόκκινος και σε άλλα μαύρος 2. αυτός που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο το οποίο αποκλίνει προς το μαύρο ή μαύρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο κοκκινόμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + …   Dictionary of Greek

  • ερυθρόλευκος — η, ο (AM ἐρυθρόλευκος, ον) 1. αυτός τού οποίου το χρώμα σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα άσπρο 2. αυτός που έχει χρώμα κόκκινο που αποκλίνει προς το άσπρο ή άσπρο που αποκλίνει προς το κόκκινο, ο ασπροκόκκινος …   Dictionary of Greek

  • στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… …   Dictionary of Greek

  • τηλέμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της απόστασης ενός σημείου μη προσιτού απευθείας από τον τόπο της παρατήρησης. Τα τ. χρησιμοποιούνται γενικά για μετρήσεις αποστάσεων αρκετών χιλιομέτρων και σε ιδιαίτερες περιπτώσεις για μικρές αποστάσεις. Η αρχή επί της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»