Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀποκληροῖ

  • 1 αποκληροί

    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind mp 2nd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres opt act 3rd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind act 3rd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind mp 2nd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres opt act 3rd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > αποκληροί

  • 2 ἀποκληροῖ

    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind mp 2nd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres opt act 3rd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind act 3rd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind mp 2nd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres opt act 3rd sg
    ἀποκληρόω
    choose by lot from: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀποκληροῖ

  • 3 απόκληροι

    ἀπόκληρος
    without lot: masc /fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > απόκληροι

  • 4 ἀπόκληροι

    ἀπόκληρος
    without lot: masc /fem nom /voc pl

    Morphologia Graeca > ἀπόκληροι

См. также в других словарях:

  • ἀποκληροῖ — ἀποκληρόω choose by lot from pres ind mp 2nd sg ἀποκληρόω choose by lot from pres opt act 3rd sg ἀποκληρόω choose by lot from pres ind act 3rd sg ἀποκληρόω choose by lot from pres ind mp 2nd sg ἀποκληρόω choose by lot from pres opt act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκληροι — ἀπόκληρος without lot masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… …   Dictionary of Greek

  • Βούρτση, Μάρθα — (1936 –). Ηθοποιός. Χαρακτήρισε μία ολόκληρη εποχή όπου το κοινό τη θυμάται στους ρόλους της μονίμως κατατρεγμένης και συνήθως δυστυχούς νεαρής. Πάντως, αν και κυριάρχησε στις μελοδραματικές εμπορικές ταινίες της δεκαετίας του 1960, από τις… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Γλυπτών και Ομοιωμάτων Λουκίας Γεωργαντή — Ιδρύθηκε το 1992 και έχει αναγνωριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού. Στεγάζεται στο σπίτι και εργαστήριο της γλύπτριας και ζωγράφου (Αναπαύσεως 20 & Τομολέοντος 2, Μετς, Αθήνα) και περιλαμβάνει έργα της ίδιας και των δύο γονέων της, γλυπτών επίσης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»