Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀποκλήρωσις

См. также в других словарях:

  • ἀποκλήρωσις — selection by lot fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρώσει — ἀποκλήρωσις selection by lot fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποκληρώσεϊ , ἀποκλήρωσις selection by lot fem dat sg (epic) ἀποκλήρωσις selection by lot fem dat sg (attic ionic) ἀποκληρόω choose by lot from aor subj act 3rd sg (epic) ἀποκληρόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρώσεις — ἀποκλήρωσις selection by lot fem nom/voc pl (attic epic) ἀποκλήρωσις selection by lot fem nom/acc pl (attic) ἀποκληρόω choose by lot from aor subj act 2nd sg (epic) ἀποκληρόω choose by lot from fut ind act 2nd sg ἀ̱ποκληρώσεις , ἀποκληρόω choose… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκλήρωσιν — ἀποκλήρωσις selection by lot fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… …   Dictionary of Greek

  • ՎԻՃԱԿԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0822 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ἁποκλήρωσις sors, distributio, clericatus. Վիճակ. ժառանգութիւն, եւ Ժառանգաւորութիւն. կղերիկոսութիւն. *Աստանօր կենացս փոխարէն առցէ զվիճակաւորութիւն իւրաքանչիւր ոք (ʼի հանդերձեալն): Ժամ է… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՎԻՃԱԿՈՐԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0822 Chronological Sequence: 8c գ. ἁποκλήρωσις sortitio, consortium. Վիճակաւորութիւն. Ժառանգակցութիւն. *Խնդրէ քահանայապետն զմեղուցելոյն թուղութիւն, եւ ընդ աստուածատեսակացն համակարգ եւ երեւելի վիճակորդութիւն. Դիոն. եկեղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀποκληρώσεων — ἀποκληρώσεω̆ν , ἀποκλήρωσις selection by lot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρώσεως — ἀποκληρώσεω̆ς , ἀποκλήρωσις selection by lot fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρώσῃ — ἀποκληρώσηι , ἀποκλήρωσις selection by lot fem dat sg (epic) ἀποκληρόω choose by lot from aor subj mid 2nd sg ἀποκληρόω choose by lot from aor subj act 3rd sg ἀποκληρόω choose by lot from fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποκληρώσῃ , ἀποκληρόω choose by lot… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»