-
1 αποκηρύττω
ἀποκηρύσσωoffer: pres subj act 1st sg (attic)ἀποκηρύσσωoffer: pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)ἀποκηρύ̱ττω, ἀποκηρύσσωoffer: pres subj act 1st sg (attic)ἀποκηρύ̱ττω, ἀποκηρύσσωoffer: pres ind act 1st sg (attic) -
2 ἀποκηρύττω
ἀποκηρύσσωoffer: pres subj act 1st sg (attic)ἀποκηρύσσωoffer: pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)ἀποκηρύ̱ττω, ἀποκηρύσσωoffer: pres subj act 1st sg (attic)ἀποκηρύ̱ττω, ἀποκηρύσσωoffer: pres ind act 1st sg (attic) -
3 αποκηρύσσω
αποκηρύττω, αποκηρύχνω (αόρ. αποκήρυξα) μετ.1) публично отрекаться, отказываться; публично осуждать;αποκηρύσσω τα έργα μου — отрекаться от своих трудов;
τον αποκήρυξαν οι οπαδοί του его сторонники отреклись, отступились от него;2) изгонять из дома (сына и т. п.); лишать наследства; 3) отлучать от церкви -
4 αποκηρυσσω
атт. ἀποκηρύττω1) публично (через глашатая) уведомлять о продаже с торгов Dem.2) продавать с торгов(οἴκους Plut.)
πόσου τοῦτο ἀποκηρύττεις ; Luc. — какую цену назначаешь за это?;ἀποκηρυχθέντων (τῶν χρημάτων) Lys. — при продаже имущества с торгов3) публично запрещать4) публично отвергать (как сына), т.е. лишать наследства(τινά Dem., Luc.; παῖς ἀποκεκηρυγμένος Plat.)
-
5 дезавуировать
дезавуироватьсов и· несов ἀποκηρύττω, ἀρνιέμαι, ἀπαρνούμαι.
См. также в других словарях:
ἀποκηρύττω — ἀποκηρύσσω offer pres subj act 1st sg (attic) ἀποκηρύσσω offer pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) ἀποκηρύ̱ττω , ἀποκηρύσσω offer pres subj act 1st sg (attic) ἀποκηρύ̱ττω , ἀποκηρύσσω offer pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξόμνυμι — ἐξόμνυμι και ἐξομνύω (AM) [όμνυμι] 1. ορκίζομαι, βεβαιώνω κάτι με όρκο 2. αρνούμαι κάτι με όρκο 3. απαρνούμαι, αποκηρύττω αρχ. 1. αρνούμαι να δεχθώ κάποιο αξίωμα προβάλλοντας μια δικαιολογία 2. απορρίπτω με περιφρόνηση … Dictionary of Greek
ՏԱՐԱԳԻՐ — ( ) NBH 2 0851 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. προγραφής proscriptus ἑκκήριττος voce praeconis expulsus, abdicatus ἕκφυτος . կամ ἕφυλος extorris. եւ բայիւ ἁποκηρύττω, προγράφω proscribo ἑξίστημι, ἑξίσταμαι… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)