-
1 αποκεφάλιζε
ἀ̱ποκεφάλιζε, ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: pres imperat act 2nd sgἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἀποκεφάλιζε
ἀ̱ποκεφάλιζε, ἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀποκεφαλίζωbehead: pres imperat act 2nd sgἀποκεφαλίζωbehead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἀποκεφάλιζε — ἀ̱ποκεφάλιζε , ἀποκεφαλίζω behead imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποκεφαλίζω behead pres imperat act 2nd sg ἀποκεφαλίζω behead imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίξηνον — ἐπίξηνον, τὸ (Α) 1. ξύλο πάνω στο οποίο έκοβαν το κρέας, επικόπανον* 2. το ξύλο που πάνω του ο δήμιος αποκεφάλιζε τους κατάδικους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λέξη τής οποίας το α’ συνθετικό είναι η πρόθεση επί, ενώ το β’ συνθετικό συνδέεται… … Dictionary of Greek