-
1 αποκαταστατικόν
ἀποκαταστατικόςbringing back: masc acc sgἀποκαταστατικόςbringing back: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀποκαταστατικόν
ἀποκαταστατικόςbringing back: masc acc sgἀποκαταστατικόςbringing back: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀποκαταστατικόν — ἀποκαταστατικός bringing back masc acc sg ἀποκαταστατικός bringing back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)