-
1 ἀποκαταβαίνω
A dismount, D H.9.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκαταβαίνω
См. также в других словарях:
αποκαταβαίνω — ἀποκαταβαίνω (Α) ξεπεζεύω … Dictionary of Greek
1 ἀποκαταβαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκαταβαίνω
αποκαταβαίνω — ἀποκαταβαίνω (Α) ξεπεζεύω … Dictionary of Greek