-
1 αποκαπυω
-
2 ἀποκαπύω
A breathe away, [tense] aor. 1 in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν she gasped forth her life, Il.22.467, cf. Q.S.6.523.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκαπύω
-
3 ἀποκαπύω
-
4 καπυω
-
5 καπύω
καπύω, athmen, hauchen; ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε, s. unter ἀποκαπύω; danach sagt Qu. Sm. 6, 523 ψυχὴν οὔτι κάπυσσεν, die Seele aushauchen. Hiezu gehört Hesych. Glosse καπυκτά, πνέοντα. Vgl. κάπω, κάπος.
См. также в других словарях:
αποκαπύω — ἀποκαπύω (Α) εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καπύω «εκπνέω»] … Dictionary of Greek