-
1 αποκικω
-
2 ἀποκίκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκίκω
-
3 απεκιξα
-
4 ΚΊΚΩ
-
5 ἀπο-κίχω
-
6 κίκω
См. также в других словарях:
αποκίκω — ἀποκίκω (Α) ρίχνω καταγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + *κίκω (άχρ. ενεστ. του δωρ. αορ. έκιξα = ήνεγκα, α’ αόρ. του φέρω)] … Dictionary of Greek