-
1 ἀποκίδναμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκίδναμαι
-
2 ἀποσκίδνημι
A scatter, Ph.2.100:—elsewh. in [voice] Pass., [suff] ἀπο-σκίδνᾰμαι, ; of soldiers, ἀ. ἔς τι to disperse for a purpose, Hdt.4.113: abs., Th.6.98; cf. ἀποκίδναμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσκίδνημι
См. также в других словарях:
αποκίδναμαι — ἀποκίδναμαι (Α) [κίδναμαι] παθ. διασκορπίζομαι … Dictionary of Greek