-
1 ἀποικεσία
ἀποικ-εσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικεσία
-
2 ἀποικέω
A go away from home, esp. as a colonist, settle in a foreign country, emigrate,ἐκ πόλεως Isoc.4.122
;ἐς Θουρίους Pl.Euthd. 271c
: so c. acc. loci,Καλλίσταν ἀπῴκησαν νᾶσον Pi.P.4.258
, cf. Porph.VP 2.II dwell afar off,μακρὰν ἀ. Th.3.55
;πρόσω ἀ. X.Oec.4.6
;ἀ. τινὸς πρόσω E.HF 557
, cf. IA 680; ;ἀ. τῶν πεδίων Philostr.Im.1.9
: c. acc., live a long way off a person, Theoc. 15.7 (s.v.l.):—[voice] Pass., ἡ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ.. μακρὰν ἀπῳκεῖτο Corinth was inhabited by me at a distance, i.e. I settled far from Corinth, S. OT 998.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικέω
-
3 ἀποίκησις
A emigration, Hsch., Suid.; dub. in D.H.2.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποίκησις
-
4 ἀποικία
A settlement far from home, colony, Pi.O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, IG1.31, etc.; correlative to μητρόπολις, Th.1.34; εἰς ἀ. στέλλειν, ἄγειν, send, lead to form a settlement, Hdt.4.147, 5.124;ἀ. κτίσαι A.Pr. 814
;ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12
; ἀ. κηρύσσειν ἐς τόπον ib. 27;ἀ. ποιεῖσθαι Pl.Lg. 702c
; στέλλειν (of the οἰκιστής) Str.8.6.22; ἀποστέλλειν (of the μητρόπολις) Aeschin.2.176; ἡ κώμη ἀ. οἰκίας is an offshoot from.., Arist.Pol. 1252b17.2 migration, Ph.2.410.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικία
-
5 ἀποικίζω
Aἀποικιῶ A.Fr.304.10
:—send away from home,ἐς νῆσον Od.12.135
; (lyr.), cf. OC 1390;ἀ. δόμων τινά E.El. 1008
, cf. Hipp. 629; of the queen-bee, X.Oec.7.34:— [voice] Pass., to be settled in a far land, ; emigrate,ἐκ τῆσδε τῆς πόλεως Id.Euthd. 302c
; dwell apart from..,Arist.
GA 740a7.2 metaph., banish,τὰς ψευδεῖς δόξας Ph.2.221
:—[voice] Pass., ; ἀνάγκης οὐκ ἀ. πολύ is not far removed from.., Chaerem.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικίζω
-
6 ἀποίκισις
A leading out a colony, D.H.3.31 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποίκισις
-
7 ἀποικισμός
ἀποικ-ισμός, ὁ,A settlement of a colony, ἀ. εἰς Ἐλέαν, title of work by Xenoph., D.L.9.20;μετὰ τὸν ἀ. Arist.Pol. 1304b32
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικισμός
-
8 ἀποικιστέον
A one must send away, Paul.Aeg.4.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικιστέον
-
9 ἀποικιστής
A leader of a colony, IG1.31.4, Men.Rh.p.356S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποικιστής
-
10 ἀποίκις
Aἄποικος, ἀ. πόλις
a colony,Hdt.
7.167, Plu.Cor.28; and without πόλις, Str.10.4.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποίκις
-
11 ἀνοικοδομέω
A build up,τὰ χείλεα τοῦ ποταμοῦ.. ἀνοικοδόμηδε πλίνθοισι Hdt.1.186
.II build again, rebuild,πόλιν καὶ τείχη Th.1.89
, cf. Jusj. ap. Lycurg.81, X.HG4.4.19, etc.;ἀ. χώραν
occupy again with buildings,D.S.
15.66:—[voice] Pass., metaph., to be exalted, LXXMa.3.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνοικοδομέω
-
12 ἀποίκιλτος
ἀποίκιλτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποίκιλτος
См. также в других словарях:
-ιακός — κατάλ. που εμφανίζεται ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα σε πλήθος επιθ. παραγομένων από λ. σε ιος και που σχηματίστηκε αντί για * ιικός αναλογικά προς τις καταλ. ιά, ιάς, ιάδης, ιάζειν και προς αποφυγή τής κακοφωνίας τών δύο συνεχόμενων ι. Οι λ. με… … Dictionary of Greek