-
1 αποθρασύνη
ἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj act 3rd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres ind mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj act 3rd sg -
2 ἀποθρασύνῃ
ἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj mid 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιaor subj act 3rd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres ind mp 2nd sgἀποθρασύ̱νῃ, ἀποθρασύνομαιpres subj act 3rd sg
См. также в других словарях:
ἀποθρασύνῃ — ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι aor subj mid 2nd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι aor subj act 3rd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι pres subj mp 2nd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι pres ind mp 2nd sg ἀποθρασύ̱νῃ , ἀποθρασύνομαι pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)