-
1 αποθιγείν
-
2 ἀποθιγεῖν
См. также в других словарях:
ἀποθιγεῖν — ἀπό θιγγάνω touch aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποθιγείν
2 ἀποθιγεῖν
ἀποθιγεῖν — ἀπό θιγγάνω touch aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)