Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀποθηρίωσις

См. также в других словарях:

  • αποθηρίωσις — ἀποθηρίωσις, η (Α) 1. η μεταμόρφωση κάποιου σε θηρίο 2. το να εξαγριωθεί κάποιος, να οργιστεί πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • ἀποθηρίωσιν — ἀποθηρίωσις changing into a wild beast fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθηριώσῃ — ἀποθηριώσηι , ἀποθηρίωσις changing into a wild beast fem dat sg (epic) ἀποθηριόω change into a beast aor subj mid 2nd sg ἀποθηριόω change into a beast aor subj act 3rd sg ἀποθηριόω change into a beast fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποθηριώσῃ , ἀποθηριόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»