-
1 ἀποθειάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθειάζω
-
2 αποθειαζόντων
-
3 ἀποθειαζόντων
-
4 αποθειάζει
-
5 ἀποθειάζει
-
6 αποθειάζουσιν
ἀποθειάζωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποθειάζωpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) -
7 ἀποθειάζουσιν
ἀποθειάζωpres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀποθειάζωpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) -
8 αποθειαζομένου
-
9 ἀποθειαζομένου
-
10 αποθειάζων
-
11 ἀποθειάζων
-
12 αποθειάσαντες
-
13 ἀποθειάσαντες
См. также в других словарях:
ἀποθειαζόντων — ἀποθειάζω pres part act masc/neut gen pl ἀποθειάζω pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθειάζει — ἀποθειάζω pres ind mp 2nd sg ἀποθειάζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθειάζουσιν — ἀποθειάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποθειάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθειαζομένου — ἀποθειάζω pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθειάζων — ἀποθειάζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθειάσαντες — ἀποθειάζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)