-
1 αποζύμους
-
2 ἀποζύμους
-
3 ὑπόξυρος
ὑπόξῠρ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόξυρος
См. также в других словарях:
ἀποζύμους — ἀπόζυμος in a state of fermentation masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)