-
1 αποζωσθείεν
-
2 ἀποζωσθεῖεν
См. также в других словарях:
ἀποζωσθεῖεν — ἀπό ζώννυμι gird aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποζωσθείεν
2 ἀποζωσθεῖεν
ἀποζωσθεῖεν — ἀπό ζώννυμι gird aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)