-
1 αποείποι
-
2 ἀποείποι
-
3 ἀπεῖπον
ἀπ - εῖπον, ἀπέειπε ( ἀπέϝ.), subj. ἀποείπω, opt. ἀποείποι, inf. ἀποειπεῖν, ἀπειπέμεν, part. ἀποειπών: (1) speak out; μάλα γὰρ κρατερῶς ἀπέειπεν, Il. 9.431; ἵν' ὗμῖν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποείπω, Od. 1.373; ἀγγελίην, ‘deliver,’ Il. 7.416. — (2) say no, renounce; ὑπόσχεο καὶ κατάνευσον, | ἢ ἀπόειπε, Il. 1.515; μῆνιν ἀποειπὼν, Il. 19.35; πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν, ‘warn them to desist,’ Od. 1.91. See εἶπον.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπεῖπον
См. также в других словарях:
ἀποείποι — ἀποείποῑ , ἀπεῖπον speak out aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)