-
1 αποδημεί
ἀποδημέωto be away from home: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποδημέωto be away from home: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποδημέωto be away from home: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἀποδημέωto be away from home: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 ἀποδημεῖ
ἀποδημέωto be away from home: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποδημέωto be away from home: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀποδημέωto be away from home: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ἀποδημέωto be away from home: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 αποδήμει
ἀ̱ποδήμει, ἀποδημέωto be away from home: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)ἀποδημέωto be away from home: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἀποδημέωto be away from home: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἀποδημέωto be away from home: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἀποδημέωto be away from home: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 ἀποδήμει
ἀ̱ποδήμει, ἀποδημέωto be away from home: imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)ἀποδημέωto be away from home: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἀποδημέωto be away from home: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἀποδημέωto be away from home: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ἀποδημέωto be away from home: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
5 ἀποδημέω
A to be away from home, be abroad or on one's travels, Hdt.1.29,4.1, 152, Ar.Nu. 371, etc.; of foreign service, Id.Lys. 101; opp. ἐπιδημεῖν, X. Cyr.7.5.69: metaph., to be absent, Pi.P.10.37;ὁ νοῦς παρὼν ἀποδημεῖ Ar.Eq. 1120
: sts. c. gen.,ἀποδημεῖν οἰκίας Pl.Lg. 954b
;ἀπὸ τῆς ἑωυτῶν Hdt.9.117
;ἐκ τῆς πόλεως Pl.Cri. 53a
;οὐκ ἔξεστι ἀποδημεῖν τοῖς Λακεδαιμονίοις Arist.Fr. 543
.2 go abroad, παρά τινα to visit him, Hdt.3.124; ἀ. ἐς Αἴγιναν κατὰ τοὺς Αἰακίδας go abroad to Aegina to fetch the Aeacidae, Id.8.84;ἀ. ἐπὶ δεῖπνον εἰς Θετταλίαν Pl.Cri. 53e
;ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Id.Ap. 40e
;κατ' ἐμπορίαν Lycurg.21
,57 (v.l. ἐπί); πρὸς τὰ ἱερά X.HG4.7.3
;ποῖ γῆς ἀπεδήμεις; Ar.Ra.48
;ἄλλοσε ἀ. Pl.Lg. 579b
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδημέω
-
6 ἀποδημέω
ἀποδημέω 1 aor. ἀπεδήμησα (s. ἀπόδημος; Pind., Hdt. et al.; ins, pap; Ezk 19:3 A; TestJos 3:5) lit. ‘be away from one’s deme’ (a district in a city-state); opp. ἐνδημέω (cp. [ἐνδημῶν καὶ] ἀπ[οδημῶν] Mitt-Wilck. II/2, 284, 3 [II B.C.]).① to travel away from one’s domicile, go on a journey εἰς (PSI 436, 2 [248 B.C.]; 413, 24f) χώραν μακράν to a distant country Lk 15:13. Abs. (PSI 416, 3 [III B.C.]; Jos., Ant. 6, 227, C. Ap. 2, 259) Mt 21:33; 25:15; Mk 12:1; Lk 20:9. ἄνθρωπος ἀποδημῶν a man who was about to go on a journey Mt 25:14 (related imagery Epict. 4, 1, 58 of a slave’s master who ἀποδημεῖ but ἥξει); sim. Hs 5, 2, 2.—Fig., euphem. ἀ. τῆς σαρκός be absent fr. the flesh=die (cp. ἤδη ἄγγελοι ἦσαν vs. 3), or perh.=be in a trance MPol 2:2 (=die: Epict. 3, 24, 88; Ar. [Milne 76, 38f] προπέμπουσιν ὡς ἀποδημοῦντα cp. MMeister, Axioch. Dial., diss. Breslau 1915, 87, 1).② to be distant from, be away, absent (Pind. et al.) ἀπὸ τ. κυρίου fr. the Lord 2 Cor 5:6 v.l.; Mk 13:34 v.l. (cp. PTebt 104, 17 ἐνδημῶν [q.v.] κ. ἀποδημῶν).—DELG s.v. δῆμος. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἀποδημεῖ — ἀποδημέω to be away from home pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποδημέω to be away from home pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποδημέω to be away from home pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀποδημέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμει — ἀ̱ποδήμει , ἀποδημέω to be away from home imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀποδημέω to be away from home pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀποδημέω to be away from home pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀποδημέω to be away… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείσκωψ — ἀείσκωψ ( ωπος), ο (Α) είδος νυχτοκόρακα ή κουκουβάγιας (λατ. Strix aluco). Η ονομασία του προήλθε, κατά τον Αριστοτέλη, από το γεγονός ότι δεν αποδημεί ποτέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σκώψ (= είδος κουκουβάγιας)] … Dictionary of Greek
αποδημητικός — ή, ό (Α ἀποδημητικός, ή, όν) [αποδημώ] αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός νεοελλ. «ἀποδημητικά πτηνά» τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν αρχ. 1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει 2. θνητός … Dictionary of Greek
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
ορτυγομήτρα — η (Α ὀρτυγομήτρα) είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα αρχ. κωμικός χαρακτηρισμός τής Λητούς στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, υγος + μήτρα] … Dictionary of Greek
φιλαπόδημος — η, ο / φιλαπόδημος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται αρχ. αυτός που τού αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»] … Dictionary of Greek
επιδημητικός — ή, ό (για πουλιά), που διαρκώς διαμένει στον ίδιο τόπο, που δεν αποδημεί σε βορειότερες ή νοτιότερες χώρες (αντίθ. αποδημητικός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)