-
1 αποδώσομεν
-
2 ἀποδώσομεν
-
3 καποδώσομεν
-
4 κἀποδώσομεν
-
5 ἀποδίδωμι
ἀπο - δίδωμι, fut. ἀποδώσομεν, aor. ἀπέδωκε, subj. ἀποδῷσι, opt. ἀποδοῖτε, inf. ἀποδοῦναι: give or deliver up, restore; κτήματα, Il. 3.285; νέκυν ἐπὶ νῆας, Il. 7.84; θρέπτρα τοκεῦσιν, ‘repay the debt’ of nurture, Il. 4.478.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποδίδωμι
См. также в других словарях:
ἀποδώσομεν — ἀποδίδωμι give up fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀποδώσομεν — ἀποδώσομεν , ἀποδίδωμι give up fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)